- Λιβυστῖνος
- Λιβυστῖνος s. Λιβερτῖνος.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Λιβυστίνος — Λιβυστῑνος, ον, ουδ. και Λιβυστινόν (Α) λιβυκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λιβυστίς, κάτοικος τής Λιβύης … Dictionary of Greek